κρωσσός

κρωσσός
κρωσσός, ὁ (Α)
1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.)
2. τεφροδόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ' άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή κελτικής προελεύσεως, πρβλ. αγγλοσαξ. crocca, αρχ. άνω γερμ. kruog «στάμνα», μέσ. ιρλδ. crocān].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρωσσός — water pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖο — κρωσσός water pail masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖς — κρωσσός water pail masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖσι — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖσιν — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοί — κρωσσός water pail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῦ — κρωσσός water pail masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσούς — κρωσσός water pail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσέ — κρωσσός water pail masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσῶν — κρωσσός water pail masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”