- κρωσσός
- κρωσσός, ὁ (Α)1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.)2. τεφροδόχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ' άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή κελτικής προελεύσεως, πρβλ. αγγλοσαξ. crocca, αρχ. άνω γερμ. kruog «στάμνα», μέσ. ιρλδ. crocān].
Dictionary of Greek. 2013.